λάμπραινα

λάμπραινα
Κοινή ονομασία διαφόρων κυκλόστομων άγναθων ψαριών, της υπόταξης των πετρομυζοειδών. Τα πιο γνωστά είδη είναι η λ. η θαλασσινή (Petromyzon marinus), η λ. η ποτάμια (Lampetra ayresi) και η λ. η πλανέρεια (Lampetra planeri). Τα είδη αυτά διακρίνονται από τα διαφορετικά μορφολογικά χαρακτηριστικά τους, όπως οι διαστάσεις, το χρώμα, η διάταξη των κεράτινων δοντιών, η θέση των ραχιαίων πτερυγίων κλπ., καθώς και από τις διαφορές που σχετίζονται με τον βιολογικό κύκλο και το περιβάλλον στο οποίο ζουν. Η λ. η θαλασσινή και η λ. η ποτάμια –που έχουν, αντίστοιχα, μήκος 90 και 50 εκ.– ζουν στη θάλασσα κατά την περίοδο της ανάπτυξης, ενώ όταν πρόκειται να αποθέσουν τα αβγά τους ανεβαίνουν στα ποτάμια (ανάδρομοι ιχθύες). Η λ. η πλανέρεια, αντίθετα, που το μήκος της δεν ξεπερνά τα 20 εκ., ζει μόνο στα γλυκά νερά. Οι λ. λαμβάνουν την τροφή τους ζώντας παρασιτικά σε άλλα ψάρια, στα οποία προσκολλώνται με τον μυζητήρα τους. Τα μικρά της λ. –που παλαιότερα θεωρούνταν ιδιαίτερο είδος και ονομάζονταν αμμόκοιτοι– μένουν στα ποτάμια την πρώτη περίοδο της ζωής τους. Τρέφονται με σκουλήκια και αναγνωρίζονται κυρίως από το στόμα τους, που έχει σχήμα πετάλου, και από τα υποτυπώδη μάτια που είναι κρυμμένα κάτω από το δέρμα. Οι λ. φτάνουν την ενηλικίωση μετά από 3-5 χρόνια, ύστερα από περίπλοκες μεταμορφώσεις. Είναι αρκετά διαδεδομένες, εκτός από τις τροπικές ζώνες. Στην Ελλάδα απαντώνται σπάνια. Η λάμπραινα η πλανέρεια (Lampetra planeri) ζει στα γλυκά νερά και φτάνει σε μήκος τα 20 εκ.
* * *
η
ζωολ. υπόταξη τής ομοταξίας τών αγνάθων, πρωτόγονων υδρόβιων σπονδυλοζώων, που μοιάζουν με ψάρια και αναπνέουν με βράγχια αλλά δεν φέρουν αρθρωτή κάτω σιαγόνα, όπως τα άλλα σπονδυλόζωα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κυκλόστομοι — (cyclostomata). Τάξη άγναθων ψαριών, η οποία περιλαμβάνει 45 είδη. Έχουν κυλινδρικό, επίμηκες σώμα, εφοδιασμένο μόνο με άζυγα πτερύγια· το νωτιαίο πτερύγιο προεκτείνεται σχηματίζοντας το ουραίο και το εδρικό πτερύγιο. Το δέρμα είναι γυμνό, λείο… …   Dictionary of Greek

  • πετρόμυζο — το, Ν κυκλόστομο ψάρι, η λάμπραινα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. petromyzon < πέτρα + μύζω (II) «ρουφώ, πιπιλίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”